«Ο Σεβ. Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός, προσκάλεσε όλους μας σήμερα, άρχοντες, αρχομένους, κλήρο, λαό, εντεύθεν και μακρόθεν. Μας συγκέντρωσε γύρω από ένα σκοπό: την οφειλόμενη τιμή και την πρέπουσα ευγνωμοσύνη στον αοίδιμο μητροπολίτη κυρό Νικηφόρο Αρχαγγελίδη.
»Βεβαίως, «τιμώντες τον τιμώμενο τιμώμεν τον τιμώντα» και περιποιεί ξεχωριστή τιμή για τον ποιμενάρχη να τιμά τον προκάτοχό του, έναν δικό μας άνθρωπο, για τον βίο και την πολιτεία του, για το ήθος, για το ύφος, για τον τρόπο και τον κόσμο του. Επειδή, πράγματι· τέτοιος υπήρξε ο Νικηφόρος, ένας δικός μας άνθρωπος ο οποίος έζησε μαζί μας, έδρασε δημόσια, πάλεψε μέ το ήθος του, εξέφρασε το ύφος του, αγωνίστηκε με τον τρόπο του και ανέδειξε τον κόσμο του. Οπότε, ο Σεβ. Δαμασκηνός, σήμερα, μας ζητεί να πράξουμε όπως οι καλοί αρχαιολόγοι, να σκάψουμε βαθειά για να βρούμε και να συνθέσουμε σπαράγματα, προκειμένου, στη συνέχεια, να αποκαλύψουμε το πρόσωπο, τον άνθρωπο, τον ιεράρχη, τον εβρίτη, τον θρακιώτη. Ώστε με λόγια, με μνήμες και βιώματα, με εμπειρίες και στοιχεία να σμιλεύσουμε στο τέλος την προτομή του.
»Όμως, δεν θα χρειαστεί να σκάψουμε πολύ βαθειά. Τον Νικηφόρο δεν θα τον βρούμε στις λάσπες και στα χώματα. Τον Νικηφόρο θα τον δούμε όταν σηκώσουμε το βλέμμα μας ψηλά και ατενίσουμε τον περικαλλή τούτο Ναό και τότε θα καταλάβουμε το όραμα του ανθρώπου και την επιδίωξή του. Προσωπικά, τον ενθυμούμαι ως Εφημέριο της Ενορίας μου στην Αλεξανδρούπολη, να έρχεται στο σπίτι μου, όπως και στα σπίτια όλων των ενοριτών της Αγίας Κυριακής συνεργαζόμενος για την ανέγερση του Ναού, για την έγερση του ζήλου των κατοίκων, για την οικοδομή του φρονήματος των ενοριτών και για την συμμετοχική τους δράση στα δρώμενα της συνοικίας. Ήμουν, τότε, λίγο μικρότερος και λίγο μεγαλύτερος από 10 χρονών και ομολογώ ότι στη μορφή του προσομοίωσα την ιδική μου ιερατική ζωή. Στη συνέχεια τον αντέγραφα, όσο μου επετρέπετο και ήταν εφικτό, όμως τώρα, συχνά τον αναπολώ, καθώς βιώνω όσα έζησε, όσα πάλεψε και όσα πόνεσε.
»Υπήρξε ένας ειλικρινής ιερεύς, γι’ αυτό και στηλίτευε όσα τον πονούσαν στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ήταν τίμιος με τον εαυτό του, γι’ αυτό και ποτέ δεν τον άκουσε κανένας να παινεύεται. Εκφραζόταν άμεσα και αυθόρμητα για όλους, μέχρι παρεξηγήσεως, γι’ αυτό και αντιμετώπιζε τις αδικίες με ταπείνωση και στωϊκότητα. Υπήρξε ρομαντικός θρακιώτης, γι’ αυτό και τα προσφυγικά γονίδια τον στιγμάτιζαν παντοειδώς. Υπήρξε ένας ανυπόκριτος άνθρωπος που δεν άντεχε συμβιβασμούς και υποκρισίες. Ή μάλλον, να πω αλήθεια· υποκρινόταν πολλές φορές, όταν έκρυβε πίσω από σκληρά λόγια την καλή του πρόθεση και την μαλακή, σαν βαμβάκι καρδιά του. Τον θυμό μας τον έγραφε στην άμμο, ενώ την αγάπη μας την χάραζε στην πέτρα. Ήξερε να συγχωρεί, γνώριζε να κατανοεί και να παραβλέπει. Προσπάθησε για πάρα πολλά και πέτυχε όχι λίγα. Έφυγε από την ζωή· όμως, ζει μέσα μας. Πήγε «στα μέρη του Χριστού»· όμως, δεν λησμονήθηκε. Μας λείπει· όμως, σκοντάφτουμε στα ίχνη της διαβάσεώς του. Τον εξαγγέλει τιμητικά σήμερα ἡ Εκκλησία. Και τον θυμάται ευγνωμόνως ἡ τοπική μας κοινωνία.
»Όμως, για να μη συνεχίσει να δυσθυμεί ο Νικηφόρος Αρχαγγελίδης, εκεί απ’ όπου μας ακούει, όπως πάντα έκανε όταν τον επαινούσαν, ας φέρω τον λόγο στο σήμερα. Αφού· τότε οι έπαινοι έχουν αξία, όταν διδάσκουν αυτούς που επαινούν.
»Αλήθεια! είπα παραπάνω ότι «…τον τιμάμε ως Εκκλησία αλλά και ως κοινωνία», γι’ αυτό πείτε μου σας παρακαλώ, άρα γε, θα μπορούσε ένας Επίσκοπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ελλάδα, σήμερα, να ζει αποστασιοποιημένος από τα ζητήματα των πιστών, ζητήματα πέραν των λεγομένων καθαρώς πνευματικών; Οπωσδήποτε όχι! επειδή ἡ υπόσταση του ανθρώπου δεν διχάζεται, δεν διαιρείται σε πνευματική και υλική, σε ψυχική και σαρκική, σε ανώτερη και κατώτερη. Ένας και μοναδικός είναι ο καθένας από μας, αδιαίρετος και αδιάσπαστος, με μοναδική και ανεπανάληπτη αξία. Ιερός είναι ο άνθρωπος, όταν προσεύχεται, αλλά και όταν πεινάει. Άγιος, όταν μετανοεί, αλλά και όταν αμαρτάνει. Πολίτης του ουρανού είναι, από τότε που διατρίβει και επιπολάζει στη γη.
»Μπορούμε, άρα γε, να διαστασιάζουμε τά θέματα και να περπατούμε τά ενδιαφέροντά μας αποκλίνοντα και όχι συγκλίνοντα; Έχουμε, άρα γε, την πολυτέλεια να υπογραμμίζουμε τα διαιρούντα και όχι τα ενούντα; Είναι λογικό να ξεχωρίζουμε τα βιώματα των ανθρώπων σε εθνικά, σε κοινωνικά και σε οικονομικά; Ενιαία δεν είναι όλα τούτα;
»Οι εθνικές ακαταστασίες δεν επηρεάζουν τις κοινωνίες και δεν εδαφίζουν τις οικονομίες; Οι κοινωνικές αναταραχές και οι οικονομικές αδικίες, όταν τελούνται σε πολυπολιτισμικές περιοχές, δεν επιχωριάζουν θρησκευτικές ή εθνικές διχοστασίες;
»Όμως, να εξηγηθώ με τρία παραδείγματα.
»Οι τέσσερεις Μητροπολίτες της Θράκης ομιλούμε, γράφουμε και «περιάγουμε την γην και την θάλασσαν» επαιτούντες για το δημογραφικό μας πρόβλημα. Πρόβλημα που ήδη πυορροεί και είναι τόσο εθνικό, όσο κοινωνικό αλλά και οικονομικό.
»Εξηγούμε, urbi te orbi, την ερρωμένη μας αντίδραση στην ιδέα της εγκαταστάσεως προσφύγων και παράτυπων μεταναστών ανατολικά του Νέστου, επειδή οι άνθρωποι αυτοί, θα «παρέχουν πράγματα» στην Πατρίδα μας και οι αλλαχού εγνωσμένες φονταμενταλιστικές πράξεις τους θα χρεωθούν αδίκως στους ομοθρήσκους τους συμπατριώτες μας θρακιώτες μουσουλμάνους, με τους οποίους διατόρως και εμπράκτως διακηρύττουμε, την δομημένη εμπιστοσύνη που έχουμε επιτύχει ύστερα από δεκαετίες.
»Οι τέσσερεις Μητροπολίτες, χαιρετίσαμε με κοινή επιστολή, την τεράστιας σημασίας πρωθυπουργική σύσταση της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για την ανάπτυξη της Θράκης, όμως, στενοχωρούμεθα με την αποτίμηση των πρότριτα βηματισμών της, ως λαθεμένων. Ανησυχούμε το ίδιο με τους Μουφτήδες, για τις φημολογούμενες θεσμικές παρεμβάσεις της Επιτροπής, που επιγνώστως ή ανεπιγνώστως θα διχάσουν, δεν θα ενώσουν και θα μας ρίξουν σε μια προτροπάδην πορεία σε επικίνδυνες εθνικές και πολιτικές ατραπούς. Πολλά, «ευ τε και καλώς κείμενα», συνέβησαν στη Θράκη, από την δημοσίευση του προηγουμένου Διακομματικού Πορίσματος του 1992 και ποιός θα αναδεχθεί τον εγκέλαδο της ανατροπής τους, αντί να υποδυθεί την ιστορική δόξα της βελτιώσεώς του; Τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι της Θράκης είχαμε να επιλέξουμε «δυοίν θάττερον»: την παράλληλη περπατησιά σε αποκλίνοντες δρόμους, ευάλωτους σε ανατολικά κούρσα ή τον αμετεώριστο και ακλινή βηματισμό χωρίς διακρίσεις μέσα στην ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Και επιλέξαμε το δεύτερο. Ποιός θα προτείνει, τώρα, την κατεδάφιση του ηράκλειου αυτού άθλου; ποιός θα καθέξει τον ρόλο πυρπολητή; ποιός θα χτίσει κάστρα στην άμμο;
»Και κλείνω, διερωτώμενος και πάλι: θα ξεχωρίσει κάποιος τα παραπάνω θέματα και πληθύν ακόμα σχετικών, σε εθνικά, σε κοινωνικά ή σε οικονομικά; Θα θεωρήσει κάποιος εισπήδηση σε αλλότρια χωράφια, την αγωνία, των Ελλήνων Επισκόπων, αλλά και των Ελλήνων Μουφτήδων της Θράκης, για τις «παρεμβολές πονηρευομένων»; Οι οποίες, ἤ επιδιώκουν κόλουρη σύνθεση της ζεούσης πραγματικότητος ή ερείδονται επί αναληθών προϋποθέσεων ή επιδιώκουν λύσεις εμβαλωματικές.
»Και βέβαια, περί όλων αυτών, οπωσδήποτε αγρυπνούν φρυκτωρούντες οι εκλεγμένοι άρχοντές μας «ως λόγον αποδώσοντες» στο Θεό, στο λαό και στην ιστορία και στα χέρια τους εμπιστευόμαστε απόλυτα το αμετεώριστο μέλλον των παιδιών μας και του τόπου μας. Επιτρέψατε, όμως, παρακαλούμε, και στους πνευματικούς σας διακόνους να αγωνιούμε προσευχόμενοι και να εκφραζόμαστε προβληματιζόμενοι «υπέρ πάντων υμών».
»Λοιπόν, Σεβ. Ποιμενάρχα της κατά Διδυμότειχο, Ορεστιάδα και Σουφλί, Εκκλησίας, Κύριε Δαμασκηνέ, σας ευγνωμονώ, επειδή υπερακοντίζοντας το εξαιρετικό, δυναμικό, πρότυπο και πολυποίκιλο ποιμαντικό σας έργο, μας παρείχατε σήμερα μια επί πλέον ευλογητή και διδακτική ευκαιρία: να θυμηθούμε έναν δικό μας άνθρωπο, τον Νικηφόρο Αρχαγγελίδη, για τις αγωνίες και τους αγώνες του, για τα δάκρυα και το φρόνημα, για τα οράματα και τις ελπίδες του. Αλλά και κάτι ακόμα· να καθρεπτισθούμε επάνω του και αν μεν δούμε εκείνον «άμεινον ημών», τότε «καλόν το μιμήσασθε», αν πάλι «ημάς αυτούς», τότε «εφ’ ημίν έσται το πράττειν».
»Αγαπητοί μου,
»Στην Εκκλησία, έτσι τιμάμε τους προοδοιπορήσαντες. Μέ λόγια ακριβή και μέ πράξεις συλλογικές, αναγνωρίζοντας τις δυνατές και τις αδύνατες πτυχές τους, αυτοελεγχόμενοι για την ιδική μας βιωτή και πολιτεία, παραδειγματιζόμενοι μέ συνέπεια και τηρούντες την συνέχεια του ιδικού τους έργου, και αποκαλύπτοντας τις προτομές τους, λατομημένες πάνω σε μάρμαρο και όχι διασκορπισμένες στον αέρα.
»Νικηφόρου του μακαριστού Ιεράρχου, είη η μνήμη άληστος και αιωνία και Δαμασκηνού του Ποιμενάρχου, είησαν τα έτη ως εύδια και πλείστα. Αμήν».
Δείτε εδώ: https://www.facebook.com/imalexandroupolis/videos/435434257426933/