Ἐν Διδυμοτείχῳ τῇ 21ῃ Φεβρουαρίου 2019
Ἀριθμ. Πρωτ.: 252
Δ Α Μ Α Σ Κ Η Ν Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Ἑορτάζουμε σήμερα εὐχαριστιακά τήν Ἁγιο-Συνοδική κατοχύρωση τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί πρακτικῆς, μέ τήν Χάρη τοῦ Παρακλήτου ἐνεργό, ὅπως πάντα στήν λειτουργική μας σύναξη. Ὁμολογοῦμε τή σωτηρία μέ ἔργα καί λόγια, τήν ζωγραφίζουμε σέ εἰκόνες, πού ἁγιάζονται καί ἁγιάζουν τή δική μας αἰσθητήρια προσέγγιση.
Σέ μιά διάρκεια αἰώνων, τούτη ἡ ἡμέρα ὀνομάζεται «Κυριακή τῆ Ὀρθοδοξίας». Ὁ σημερινός ἑορτασμός καθιερώθηκε τό 842 στήν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ προηγήθηκε τό 787 ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού διατράνωσε ὅτι ἡ τιμή τῆς εἰκόνος «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» καί ὅτι «ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν». Στό Συνοδικό τῆς ἑορτῆς, μέ πρόταγμα ἀναφορᾶς τή θεολογία τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, περιελήφθη ἔμμεση θεολογική σύνοψη τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ ἐπίθεμα τή θεολογία τῶν Συνόδων τοῦ 9ου καί 14ου αἰῶνα.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες δέν εἶναι μία ἁπλῆ θρησκευτική ζωγραφιά, μία νατουραλιστική παράσταση δηλαδή, πού τό θέμα της εἶναι ἕνα ἤ πολλά πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ἡ λέξη ‘‘εἰκόνα’’ προέρχεται ἀπό τό ρῆμα εἴκω, πού σημαίνει ὁμοιάζω. «Αὕτη γάρ εἰκόνος φύσις, μίμημα εἶναι τοῦ Ἀρχετύπου», θά μᾶς πεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος. Δηλαδή ἡ ἔννοια τῆς λέξης ‘‘εἰκόνα’’ εἶναι ἡ μίμηση, ἡ ὁμοίωση μέ τό πρωτότυπο, τό Ἀρχέτυπο. Ἡ εἰκόνα γιά τούς πιστούς δέν εἶναι ἕνα ἁπλό ἔργο τέχνης ἤ ἕνας θρησκευτικός πίνακας. Θεωρεῖται καί εἶναι πρωτίστως ἱερό λειτουργικό ἀντικείμενο, πού ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο καί τόν φέρνει σέ ἄμεση σχέση μέ τή Χάρη καί τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου προσώπου. Ὅταν, λοιπόν, εὑρισκόμεθα ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀσπαζόμεθα προσκυνοῦμε τόν Θεάνθρωπο πού ἀπεικονίζεται καί ὄχι φυσικά τήν ὕλη τήν ὁποία χρησιμοποίησε ὁ καλλιτέχνης γιά νά ἁγιογραφίσει τό ἱερό πρόσωπο. Διότι ἡ εἰκόνα αὐτή εἰκονίζει τἡ μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου «σεσαρκωμένου». Γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα ἁγιάζει τά μάτια αὐτῶν πού τήν ἀτενίζουν καί ὑψώνει τή διάνοια στή μυστική Θεογνωσία. Μᾶς ἀποκαλύπτει ἐκείνη τήν πραγματικότητα πού εἶναι ἀπρόσιτη στούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς, τό ἄδυτο κάλλος «τοῦ Ὡραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς». Μέσω τῆς εἰκόνας διαβαίνουμε «ἐν μυστηρίῳ πρός τήν καινήν γῆν», διότι, ὅπως μᾶς ὁριοθετεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει».
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἐκτός ἀπό τήν εὐαγγελική καί λειτουργική γλῶσσα, μεταχειρίσθηκε καί μία ἄλλη «καινή γλῶσσα», τή γλῶσσα τῶν εἰκόνων. Μέ τήν γλῶσσα αὐτή γίνεται ἡ φανέρωση, ἡ ἐπικαιροποίηση τῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὡς ἁπλῆ ἀναπαράσταση γεγονότων, ἀλλά ὡς ἐσαρκωμένη Χάρη.
Ἡ εἰκόνα κατ’ ἐξοχήν ἔχει χαρακτῆρα ἀναγωγικό. Ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν εἰκόνα μᾶς ὑποδεικνύει καί μᾶς διδάσκει, «ὄχι πῶς θά κρατήσουμε τόν Κύριο καί Θεό στή δική μας φτώχεια, ἀλλά πῶς θά ἀνεβοῦμε στό δικό Του πλοῦτο». Μέσα στόν ὀρθόδοξο Ναό, ἀκόμη καί ὅταν δέν τελοῦνται ἱερά μυστήρια, ὁ πιστός αἰσθάνεται ἔντονη τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων καί σ’ αὐτό κατά πολύ συμβάλλει ἡ χρήση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἄρα ἡ εἰκόνα γίνεται τό «σημεῖο», μέσω τοῦ ὁποίου συναντᾶται καί ἑνώνεται ἡ ψυχή μας μέ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο.
Ἡ γλῶσσα τῶν εἰκόνων εἶναι εὐαγγελική, διότι οἱ ἁγιογράφοι δέν ἀναπαριστάνουν μέ τήν τέχνη τους ἔργα πού εἶναι ἀντίθετα ἀπ’ ὅσα καταγράφονται στό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἀλλά ὅ,τι ἀναφέρεται στήν Γραφή αὐτό καί παρουσιάζεται στήν ἁγιογραφία. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἕνα ὀπτικό Εὐαγγέλιο καί ἀποτελεῖ τήν εἰκονική ἔκφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης.
Ἡ γλῶσσα τῶν εἰκόνων ἔχει χαρακτῆρα λειτουργικό, διότι ἡ εἰκόνα εἶναι γιά τήν ὅραση ὅ,τι τά λειτουργικά κείμενα γιά τήν ἀκοή. Ἡ ἁγιογραφία αἰσθητοποιεῖ ὅ,τι μυστικῶς τελεῖται στήν λατρεία. Ὡσαύτως, ἡ γλῶσσα τῶν εἰκόνων εἶναι ὑμνογραφική. Εἶναι στενή ἡ σχέση τῆς εἰκόνας καί τῆς ὑμνογραφίας. Ὑπάρχουν εἰκογραφικές συνθέσεις πού εἶναι ἀκριβής ἀναπαράσταση τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπίσης ἡ γλῶσσα τῶν εἰκόνων εἶναι ἁγιολογική καί πατερική. Οἰ εἰκονογραφικές συνθέσεις ἀποτελοῦν εἰκονογραφικά συναξάρια καί εἰκονιστικά ὑπομνήματα τοῦ πατερικοῦ λόγου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀποκαλεῖ τήν εἰκόνα «βιβλίον γλωττοφόρον», τό ὁποῖον «ἀναγινώσκοντες» οἱ πιστοί ὠφελοῦνται καί πολυτρόπως οἰκοδομοῦνται.
Ἡ γλῶσσα τῶν εἰκόνων εἶναι γλῶσσα δογματική. Οἱ εἰκόνες ἐκφράζουν πλήρως τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀτενίζοντας κάποιος τίς ἅγιες εἰκόνες μπορεῖ νά διδαχθεῖ Τριαδολογία, Χριστολογία, ἐσχατολογία, στοιχεῖα Λειτουργικῆς, Ἐκκλησιολογίας καί Ἁγιολογίας. Πράγματι, ἡ εἰκονογραφία φανερώνει, σέ ὅλες του τίς διαστάσεις, τό ὀρθόδοξο δόγμα. Εἶναι «Θεολογία εἰκονογραφημένη».
Ὁμοίως εὐρισκόμενοι στόν ὀρθόδοξο Ναό, θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία «ἀρθρώνει θεολογικό λόγο» μέσα ἀπό τή διάταξη καί τή θέση πού κατέχουν οἱ εἰκόνες καί οἱ διάφορες συνθέσεις μέσα στό Ναό. Ἡ θέση αὐτή δέν εἶναι αὐθαίρετη, ἀλλά ἀκολουθεῖ ἕνα συγκεκριμένο πρόγραμμα, βαθύτατα συμβολικό, πού ὑπηρετεῖ τἠν ἱεράρχηση θεολογικῶν καί λειτουργικῶν ἀξιῶν γύρω ἀπό τό μυστήριο τῆς Οἰκονομίας. Ὅ, τι διδάσκεται διά τῆς λειτουργίας, διά τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν λόγων τοῦ ἄμβωνος, ὑπομνηματίζεται ἄριστα διά τῆς σιωπῆς τῆς εἰκονογραφίας.
Ἡ γλῶσσα τῶν εἰκόνων, τέλος, εἶναι γλῶσσα παιδαγωγική. Ἡ Ἐκκλησία μέσω τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀσκεῖ παιδεία, μᾶς «μορφώνει», προβάλλοντάς μας ἕνα συγκεκριμένο καί ἐνσαρκωμένο θεοπρεπές ἦθος. Οἱ εἰκόνες οἱ ἴδιες γίνονται ὁδηγητικές καί «μορφώνουν Χριστόν ἐν ἡμῖν». Ἡ εἰκόνα γίνεται «παιδαγωγοῦσα» εἰς Χριστόν. Οἱ ἱερές εἰκόνες, «ὡς χαρισματικές παρουσίες τῶν εἰκονιζομένων», παιδαγωγοῦν τόν πιστό «εἰς τό προσεύχεσθαι», «εἰς κοινωνίαν μετά τοῦ Ἀνάρχου Ὄντος». Οἰ εἰκόνες δέν μετέχουν στήν προσευχή ἁπλῶς καί μόνο ὡς μέσα, ἀλλά χειραγωγοῦν στήν προσευχή καί δείχνουν πῶς πρέπει νά προσευχόμεθα.
Ἀγαπητοί μου, ἡ σημερινή ἑορτή μᾶς ἐπαναφέρει στό ρεαλισμό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ὅπως αὐτή βιώνεται ὀρθόδοξα, δηλαδή ἐκκλησιαστικά, ὡς «συμπλήρωμα Χριστοῦ», ὡς σῶμα τῆς ἄχραντης Κεφαλῆς μας. Ἐνεικονίζει ἐμπρός μας τήν Θεανθρωπότητα τοῦ Αἰωνίου καί τήν ἐσχατολογική μέθεξή Του ἀπό ἐμᾶς τούς προσωρινούς, μέσα στίς συνθῆκες καί τίς δυσκολίες καί τίς ἀνάγκες τῆς ἱστορίας. Ὁ Χριστός, οἱ ἅγιοι καί οἱ δίκαιοι, καί οἱ μετανιωμένοι, καί ὁ κόσμος ὅλος καλεσμένος… μέχρι καί τόν ἔσχατο «δίκαιο ληστή»: εἶναι ἡ ἀπόδειξη γιά τήν ὁλάνοιχτη ἀγκαλιά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στήν παναθρώπινη ἱστορία.
Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί εὐλογιῶν
† Ο ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ Δ Α Μ Α Σ Κ Η Ν Ο Σ