ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
Η πρώτη μαρτυρία για την Επισκοπή Πλωτινουπόλεως χρονολογείται στα 434-435, όταν ο επίσκοπος Ιερόφιλος μετατίθεται από την Τραπεζούπολη της Φρυγίας στην Πλωτινούπολη. Στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους η Πλωτινούπολη αναφέρεται ως μία από τις επισκοπές της επαρχίας Αιμιμόντου. Στην έκθεση Επιφανίου αναφέρεται τρίτη ανάμεσα στις επισκοπές της Μητρόπολης Αδριανούπολης. Αρκετά αργότερα στα 787 βρίσκουμε την Πλωτινούπολη και το όνομα του επισκόπου της Γεωργίου στα Πρακτικά της Β’ εν Νικαία Συνόδου [μέχρι τον 8ο αιώνα διατηρήθηκε η «επισκοπή Πλωτινόπολης», αν και η έδρα της πρέπει να είχε μεταφερθεί από καιρό στο Διδυμότειχο (λόφος Καλέ). (Ντίνου Χριστιανόπουλου «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 13)].
Οι αναστατώσεις και ερημώσεις του 13ου και ιδιαίτερα του 14ου αιώνα καθόρισαν σοβαρές ανακατατάξεις και στην εκκλησία. Έτσι στα πλαίσια της γενικότερης προώθησης του Διδυμοτείχου ακουλουθεί και η εκκλησιαστική αναβάθμισή του. Σε εκκλησιαστικό τακτικό της δεκαετίας 1261-1270 η Μητρόπολη Διδυμοτείχου βρίσκεται στην 96η θέση (αλλά ταυτόχρονα και ως Αρχιεπισκοπή στην 40η σειρά). Επί Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου ανέρχεται στην 54η θέση, ενώ επί Ανδρόνικου Γ΄ αναβαθμίζεται περαιτέρω στη 44η θέση.
Ο εκτεταμένος εξισλαμισμός και η εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα συνεπάγονται τον περιορισμό του ελληνικού στοιχείου σε αστικές νησίδες, ανάμεσα στις οποίες και το Διδυμότειχο. Η περιοχή του Διδυμοτείχου εξακολουθεί επί Τουρκοκρατίας να αποτελεί ιδιαίτερη Μητρόπολη, μία από τις τρεις σταθερές στο χώρο της σημερινής Ελληνικής Θράκης, μαζί με τις Μητροπόλεις της Μαρωνείας και της Ξάνθης. Σε σημειώσεις σε ελληνικό χειρόγραφο του Σινά οι οποίες χρονολογούνται στο 15ο-16ο αιώνα η Μητρόπολη Διδυμοτείχου αναφέρεται στην 140η θέση. Ο Paul Ricaut αναφέρει το 1692 το Διδυμότειχο μεταξύ των επισκόπων οι οποίες εξαρτώνται αμέσως από το Πατριαρχείο μαζί με τη Σωζόπολη, τη Φιλιπούπολη και άλλες πλησίον ευρισκόμενες πόλεις.
Η συνοικία της Αγίας Σοφίας, μετεγενέστερα γνωστή ως Γιαχούδη βρίσκεται στην περιοχή της πρώτης εκτεταμένης εγκατάστασης των εβραίων στο βόρειο άκρο της πόλης. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού μας επιτρέπει να ταυτίσουμε το ναό της Αγίας Σοφίας που μέχρι τώρα υπήρχε μόνο ως παράδοση με πραγματικό ναό, εκείνο που προϋπήρχε του πρώτου ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (αυτού του 1806 ). (Στοιχεία της εθνικής βιβλιοθήκης «Κύριλλος και Μεθόδιος» της Σόφιας «17ου αιώνα»). (Αθ. Γουρίδη «ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ», Διδ/χο, Μάιος 1999, σελ. 47).
Σε ότι αφορά την «Τάξη Πρωτοκαθεδρίας των θρόνων» του Οικουμενικού Πατριαρχείου η Μητρόπολη Διδυμοτείχου καταλαμβάνει την 34η θέση σε Συνταγμάτιο (του Χρύσανθου Ιεροσολύμων «Ντίνος Χριστιανόπουλος «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ 24″) του 17ου αιώνα, 33η το 1715 [Το 1747 βρίσκουμε σύμφωνα με τον Περικλή Ζερλέντη κάποιο μοναστήρι Δελφιώτη στο Διδυμότειχο (Αθ. Γουρίδη «ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ», Διδ/χο, Μάιος 1999, σελ. 51)] και την 30η το 1767. Το 1855 έχει ανέλθει στην 17η θέση, κάτι που αντανακλά τη σημασία της πόλης στους αμέσως προηγούμενους χρόνους. Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου φέρει τότε τον τίτλο «Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Ροδόπης», κατέχων ήδη από το 18ο αιώνα τον τόπο του Τραϊανουπόλεως. Η ξαφνική παρακμή της πόλης πιθανώς αντικατοπτρίζεται στην πτώση στην 31η θέση το 1862.
Το 1897 ο Διδυμοτείχου βρίσκεται στην 28η θέση, στα 1906, 1923 και 1964 στην 29η θέση και το 1938 στην 40η θέση. Λίγο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου ανήκουν 53 κοινότητες με 51.136 ορθόδοξους χριστιανούς πατριαρχικούς κατοίκους.Οι «κώδηκες» της Μητρόπολης μας παρέχουν την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι η Εκκλησία έδωσε χρήματα αμέσως μετά την επανάσταση (του 1821) για νεκροθάφτες λοιμικών νόσων (μόρτηδες) και για ελευθέρωση σκλάβων. Αυτό καταδεικνύει αποτελείτο μέγεθος της συμφοράς που είχε αγκαλιάσει την πόλη, αλλά και την ενεργητική διάθεση με την οποία η εκκλησία, παρότι ακέφαλη αντιμετώπισε τις δυσχέρειες. Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι η εξαγορά σκλάβων είτε από την κοινότητα, είτε από εύπορους πολίτες δεν αποτελεί σπάνιο γεγονός, αλλά επαναλαμβάνεται συχνά καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Εντούτοις παρά τα τρομακτικά εξωτερικά προβλήματα οι εσωτερικές διαμάχες ποτέ δεν έπαυαν. Το 1828 ο Καλλίνικος καταγγέλλεται από τους κατοίκους ως «ταραχοποιός», πιθανότατα λόγω της μη ανεκτής για αυτούς αυστηρότητάς του και του γίνεται σύσταση από το Πατριαρχείο να συμβιβαστεί με τους διδυμοτειχίτες. Νέα καταγγελία ακολουθεί το 1833 η οποία οδηγεί το Μητροπολίτη στο Φανάρι για την απολογία και την τελική αθώωση του.
Τον Απρίλιο του 1828 ξεσπά ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι ρώσοι φθάνουν στον Έβρο και η παρουσία τους μένει στη θύμηση των κατοίκων ως Πρώτη Ρωσία. Το τέλος του πολέμου σφραγίζεται με τη συνθήκη της Αδριανούπολης στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829 με την οποία αναγνωρίζεται επίσημα η θρησκευτική ελευθερία του χριστιανικού πληθυσμού. Έτσι εκεί όπου οι συνθήκες και τα μέσα των κοινοτήτων το επιτρέπουν οι ταπεινές παλιές εκκλησιές αντικαθίστανται με νέες, μεγάλες, μνημειακές κατασκευές. Η συνήθης μορφή των νέων αυτών ναών αποτελεί εξέλιξη της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής. Ακολουθεί σε επίσημο επίπεδο η παραχώρηση από την Υψηλή Πύλη σειράς προνομίων προς τις μη μουσουλμανικές κοινότητες. Έτσι η θέσπιση του Τανζιμάτ στη Θράκη το 1839 και η εισαγωγή δύο μεταρρυθμιστικών φάσεων, του Γκιουλχανέ Χάττι Σερίφ το 1839 και του Χάττι Χουμαγιούν το 1856 που προέβλεπαν ισονομία και ισοπολιτεία μεταξύ όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας έθεσε νέες βάσεις για την ανάπτυξη των υποδούλων και πρόσφερε ουσιαστική βελτίωση στην κατάσταση των χριστιανικών αστικών πληθυσμών. (Αθ. Γουρίδη «ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ», Διδ/χο, Μάιος 1999, σελ. 61).
Τη βία της εποχής δεν απέφυγε ούτε η θρησκευτική ηγεσία. Στις 21 Αυγούστου 1917 ο Μητροπολίτης Φιλάρετος μετά από προηγηθείσα έρευνα και περιορισμό του στη Μητρόπολη εκτοπίζεται στο μοναστήρι Καπνόφσκι στο Βελίκο Τύρνοβο της Βουλγαρίας. Από εκεί μεταφέρθηκε στη Σόφια όπου έμεινε έως το 1919. Στο Διδυμότειχο επέστρεψε μόλις στα τέλη Νοεμβρίου του έτους αυτού. Στη θέση του τοποθετείται αρχιερατικός επίτροπος από το σχισματικό μητροπολίτη Κομοτηνής, τον πρώην Σκοπίων Θεοδόσιο ο οποίος άρπαξε την πολύτιμή βιβλιοθήκη του Φιλάρετου που μεταξύ άλλων περιλάμβανε σπανιότατα χειρόγραφα.
Σειρά μητροπολίτων οι οποίοι απεβίωσαν στο Διδυμότειχο και θάφτηκαν στο Μητροπολιτικό ναό ήταν οι Μελέτιος, πρώην Βελεγράδων (1815), Βησσαρίων (1/1/1847), Μελέτιος ο Βυζάντιος (1849), Μελέτιος, πρώην Σόφιας ο Σίφνιος (1/6/1860), Κωνσταντίνος Βαφείδης (1899), και πιθανώς ο Παΐσιος (11/1803).
Σε ότι αφορά το Μητροπολιτικό κτίριο γνωρίζουμε ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα γινόταν προσπάθειες για ανέγερση νέου Μητροπολιτικού Μεγάρου, μιας και το ηλικίας τότε 200 ετών ξυλεπένδυτο κτίριο είχε πλέον ερειπωθεί. Αυτοκρατορικό φιρμάνι της 9ης Σεπτεμβρίου 1905 αναφέρεται στην ανέγερση νέου κτιρίου της Μητρόπολης Διδυμοτείχου το οποίο τελικά κτίζεται μόλις το 1925-1928. Στο μεσοδιάστημα η Μητρόπολη φιλοξενείται στο Σελαμλίκ. Τέλος στα 1966 η Μητρόπολη αποκτά νέο κτίριο, αυτό που συναντάμε σήμερα.
Παρακάτω παρατίθεται ένας κατάλογος των επισκόπων και μητροπολίτων Πλωτινουπόλεως και Διδυμοτείχου ο οποίος δεν διαφέρει ουσιαστικά από τους ήδη γνωστούς. Θα πρέπει απλώς να διευκρινιστεί ότι η έλλειψη των ονομάτων κατά περιόδους και ιδιαίτερα κατά το διάστημα 1394-1565 δεν σημαίνει απαραίτητα περίοδο χηρείας για τον αρχιερατικό θρόνο. Το πιθανότερο είναι ότι η Μητρόπολη Διδυμοτείχου ποτέ δεν χήρευσε για μεγάλο διάστημα.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΠΛΩΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Ιερόφιλος (περί 434)
Γεώργιος ( 787)
ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Νικηφόρος ( 879, επίσκοπος)
Γεώργιος (1232, αρχιεπίσκοπος)
Ανώνυμος (1255)
Aνώνυμος (1304-1315)
Θεόδουλος (1315-1329)
Ιλαρίων (1340)
Θεόληπτος (1347-1351)
Μακάριος (1393-1394)Σωφρόνιος (1565)
Ματθαίος (1580)
Παφνούτιος (1584 ή 1587, 1590, 1597)
Σωφρόνιος (1601)
Ιωάσαφ (1605-1606 & 1611-1613)
Δανιήλ (1606,5/1608,1616-1617)
Άνθιμος (1614)
Παρθένιος (1620, 1621)
Aνθιμος (11/1620 & 1621-1631)
Λαυρέντιος (1621 & 1631-1633)
Μακάριος (1631)
Ανανίας (1635)
Δανιήλ (1633, 1637, 1638-1639)
Διονύσιος (1636- 1638-1639)
Ιάκωβος (1/1645)
Κλήμης (1641,1644,1647,1648,1650)
Ιάκωβος (1651-1669)
Δανιήλ (1670)
Νεόφυτος (1672)
Γρηγόριος (1672,1680-81,83-84,86,87)
Νεκτάριος (1679)
Νεόφυτος (1687, 5/1688-1689)
Νεκτάριος (1689)
Ιερεμίας (1692-1698)
Νεκτάριος (μεταξύ 1702-1746)
Παΐσιος (1708)
Ιωακείμ (μεταξύ 1708-1714)
Νεόφυτος (1720)
Μισαήλ (1723, 1727-1739)
Αυξέντιος (1744-7/1757)
Αλέξιος (1746)
Νεόφυτος (1757-1764, 1779)
Μεθόδιος (1764)
Παΐσιος (1778-1795,1797-11/1803)
Ιερόθεος (1798)
Ζαχαρίας (17/1/1801-22/9/1806 ή ως 1802)
Μελέτιος (1803-1814)
Aνθιμος (10/1814-1821)
Καλλίνικος (1821-9/1835)
Αβέρκιος (1835-1841)
Βησσαρίων (8/1841-1/1/1847)
Μελέτιος Βυζάντιος (2/1/1847-18/8/1849)
Μελέτιος ο Σίφνιος (22/8/1849-1/6/1860)
Μελέτ. Καβάσιλας (2/11/1860-16/11/1868 & 22/11/1874-6/6/1877)
Διονύσιος (Πατρ. Διον. Ε΄) (1868-1/5/1873)
Σωφρόνιος (1873-1874 & 1877-12/5/1878)
Μεθόδιος Αρώνης (1878-30/4/1893)
Φιλόθεος (1893-1896)
Κωνσταντίνος Βαφείδης (1896-26/4/1899)
Φιλάρετος Βαφείδης (8/5/1899-1928)
Ιωακείμ Σιγάλας (1928-1957)
Κωνσταντίνος (1957-1974)
Αγαθάγγελος (1974-1988)
Νικηφόρος (1988-2009)
Δαμασκηνός (2009- κ.ε. )