Στα πλαίσια των εορταστικών εκδηλώσεων με την ευκαιρία των Θυρανοιξίων του πρόσφατα ανακαινισθέντος Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Αθανασίου Διδυμοτείχου, που έγιναν χθες, και της επικείμενης πανηγύρεώς του, την Κυριακή, 15 του μηνός Ιανουαρίου ε.ε., πραγματοποιήθηκε πάνδημο Μνημόσυνο των μακαρίων κτιτόρων, ευεργετών, συνδρομητών και ανακαινιστών του Ναού από των εγκαινίων του στις 2 Μαΐου 1834, υπό του τότε Μητροπολίτου Διδυμοτείχου κυρού Καλλινίκου του Κρητός, μέχρι της σήμερον. Του ιερού Μνημοσύνου και της Θείας Λειτουργίας προέστη ο οικείος Μητροπολίτης, ο οποίος, μεταξύ άλλων είπε·
«Ιερό και επιβεβλημένο καθήκον μας συγκέντρωσε σήμερα υπό τους θόλους του Μητροπολιτικού Ναού τούτου του Αγίου Αθανασίου, στο Φρούριο του Διδυμοτείχου, ύστερα από την πρόσφατη ανακαίνισή του, για να προσφέρουμε την Ευχαριστία μας στον Θεό, για όλες τις πλούσιες προς εμάς ευεργεσίες Του, αλλά και για να προσευχηθούμε για τις ψυχές των προσφιλών μας προγόνων, ιδρυτών, κτιτόρων, ευεργετών, ανακαινιστών και συνδρομητών της Ιεράς Εκκλησίας ταύτης, που εγκατέλειψαν μεν τον μάταιο και φθαρτό αυτό κόσμο και ήδη αναπαύονται εν κόλποις Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εις την αιώνια και πραγματική ζωή, όπου δεν υπάρχει πόνος, λύπη ή στεναγμός, παρίστανται όμως αοράτως μεταξύ μας και περιΐπτανται.
Σύροντες το παραπέτασμα του χρόνου βλέπουμε ότι οι πρόγονοί μας προ 180 περίπου ετών, κάτω από τις γνωστές δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, έκτισαν στα ερείπια προγενεστέρου Ναού το περικαλλές αυτό οικοδόμημα, για την ανέγερση, την αποπεράτωση και τον εξωραϊσμό του οποίου προσέφεραν όχι μόνο το περίσσευμα ή το υστέρημά τους αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, διακατεχόμενοι από αισθήματα ιδιαίτερης φροντίδος και ζήλου «διά τήν ευπρέπειαν του Οίκου του Θεού καί του τόπου Σκηνώματος της δόξης Αυτού» (Ψαλμ. 25,8).
Και εάν προβληματίσουμε λίγο τη σκέψη μας, περιστρέφοντας την γύρω από την θέση και τον ιερό ρόλο που διαδραματίζει η ύπαρξη της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού και ως Οίκου προσευχής, στην ζωή της καθόλου ανθρωπότητος, θα καταλάβουμε ότι δικαίως τιμούμε σήμερα την μνήμη των φιλανθρώπων και φιλογενών εκείνων προσώπων, των οποίων οι προσφορές και οι τίμιοι μόχθοι χάρισαν στο ιστορικό Διδυμότειχο το λαμπρό αυτό οικοδόμημα, που όπως τόνισα και χθες, ήταν και είναι η καρδιά αυτής της πολιτείας.
Η ιστορία πρωτίστως, και μάλιστα αυτή της αρχιτεκτονικής μας αποκαλύπτει ότι η ανέγερση Ναών προηγήθηκε πάσης άλλης επισήμου οικοδομής στον κόσμο. Και τα οικοδομήματα της παρουσίας του Θείου επιγείως υπήρξαν ό,τι ευγενέστερο κατασκεύασε ο άνθρωπος το πρώτον. Γι’ αυτό και η αρχιτεκτονική γεννήθηκε κατ’ αρχάς και μόνον προς εξυπηρέτηση των αναγκών της λατρείας. Κτήριο, λοιπόν, θρησκευτικό ανήγειραν τα ανθρώπινα χέρια για πρώτη φορά στον κόσμο.
Αυτό, λοιπόν, το ιερώτατο οικοδόμημα, που εμείς το ονομάζουμε Εκκλησία ή Ναό, είναι και για μας το κέντρο της χριστιανικής μας ζωής και λατρείας. Και θεωρείται, κατά μεν τους Πατέρες της Εκκλησίας μας «επίγειος ουρανός, εν ω ο επουράνιος Θεός ενοικεί και εμπεριπατεί», κατά δε την Θεολογία μας «ο συμβολικός χώρος, ο οποίος συνάπτει Θεόν και άνθρωπον».
Για τον λαό μας όμως, τον αγαθό και πιστό, που ζει και κινείται εντός της δικής του πρακτικής πραγματικότητος, η Εκκλησία είναι ο ιερός χώρος εντός του οποίου λατρεύει τον Θεό ευρισκόμενος σε κοινωνία με το Θεό και τους ανθρώπους, εκεί που βρίσκει παρηγοριά και γαλήνη ψυχής σε μέρες δοκιμασίας, εκεί που αναπέμπει ευγνωμοσύνη στο Θεό σε μέρες χαράς, εκεί που συμμετέχει στα Ιερά Μυστήρια, καθαγιάζοντας τις σημαντικότερες στιγμές του βίου του.
Γι’ αυτό δικαίως επιτελούμε σήμερα εόρτια ευχαριστιακή Σύναξη επί τη ανακαινίσει του Ιερού τούτου Ναού, και δικαίως επίσης, με την ευκαιρία αυτή, επιδοκιμάζουμε ευγνωμόνως, κλήρος και λαός σύσσωμοι, τις θεάρεστες προσπάθειες των πανευσεβών κτιτόρων του, ως απόγονοι των οποίων εμείς ιστάμεθα σήμερα εντός αυτού του ιερού χώρου, που η ευσέβεια τους ανήγειρε…
Προς την αιώνια ζωή απέβλεπαν και οι ψυχές των ευεργετών της Εκκλησίας αυτής, οι οποίοι, μαζί με όλους τους λοιπούς προσφιλείς νεκρούς μας, αποτελούν το αντικείμενο της σημερινής επιμνημόσυνης δέησης μας. Έζησαν μια ζωή χριστιανική, γεμάτη από αλληλεγγύη και αγάπη. Άφησαν σε μας κληρονομιά πολύτιμη: τις Εκκλησίες, τα σχολεία κι τ’ άλλα φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα. Έργα ειρήνης, προόδου και πολιτισμού. Μα περισσότερο από αυτά, μας συγκινεί περισσότερο κάτι άλλο που μας κληροδότησαν. Το παράδειγμα της χριστιανική ζωής τους, χωρίς κηλίδες, χωρίς σημεία σκοτεινά. Το παράδειγμα της βαθειάς πίστεως, της δυνατής αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον, της αγάπης προς ό,τι ωραίο, ό,τι υψηλό και ό,τι ευγενικό. Κοπίασαν υπερβολικά να μας αφήσουν ό,τι πολύτιμο έχουμε, για να ανοίξουν πλατείς ορίζοντες μεγαλουργίας και ακμής στις νεώτερες γενιές. Δεν είναι μόνο ευεργέτες της ενορίας αυτής, αλλά είναι ευεργέτες ολόκληρης της πόλης, ανήκουν στην αριστοκρατία της Ρωμιοσύνης.
Αυτούς ήρθαμε να τιμήσουμε σήμερα, για αυτούς να προσευχηθούμε. Τα τέκνα της ευσεβούς αυτής πολιτείας ουδέποτε λησμόνησαν εκείνους, οι οποίοι εργάσθηκαν και κοπίασαν, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, υφιστάμενοι πολλές θυσίες, για να ανεγείρουν τον περικαλλή και μεγαλοπρεπή αυτό ναό, για να τον ευπρεπίσουν, για να τον διατηρήσουν και για να μας τον παραδώσουν σ’ εμας, ως δείγμα της ευσέβειας και της φιλογενίας τους. Το έργο το οποίο επετέλεσαν εκείνοι είναι μεγάλο και αξιοθαύμαστο και απέραντη πρέπει να είναι η οφειλόμενη προς αυτούς ευγνωμοσύνη, της οποίας οφειλόμενο αντίδωρο είναι το σήμερον επιτελούμενο πάνδημο Μνημόσυνο.
Μακαρίζουμε τους κτήτορες και ανακαινιστές της Εκκλησίας αυτής και τιμώντες την μνήμη τους διά του σεμνού Μνημοσύνου, ας μη λησμονούμε και τις δικές μας υποχρεώσεις και το δικό μας καθήκον έναντι αυτών. Ο καλύτερος τρόπος της εκδήλωσης της προς αυτούς ευγνωμοσύνης μας είναι να μιμηθούμε το παράδειγμά τους, να ακολουθήσουμε κι εμείς το δρόμο της αγάπης και της φιλογενίας, που εκείνοι μας χάραξαν.
Ζούμε σε μια εποχή, που περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχει την ανάγκη της μεγάλης χριστιανικής αρετής της αλληλεγγύης. Η δυστυχία φωλιάζει σε κάθε γωνιά! Είναι καιρός, πλέον, να συνέλθουμε. Το χρήμα, που τόσο ασταθές φαίνεται τελευταία, ας το χρησιμοποιήσουμε για την κοινωνική αλληλεγγύη, για την συντήρηση και προαγωγή τον κοινών μας υποθέσεων και την εύρυθμη λειτουργία των ευαγών μας καθιδρυμάτων, τα οποία μας κληροδότησε η γενναιοδωρία των ευεργετών της Εκκλησίας αυτής και της πόλης μας γενικότερα.
Ας μείνουμε σταθεροί στην προς αλλήλους αγάπη και ομόνοια, διότι ότι η αδιαφορία, η διχόνοια, ο εγωισμός μόνον αρνητικά για τον τόπο μας αποτελέσματα μπορούν να φέρουν. Είναι επιτακτική η υποχρέωση, τόσο προς προγενέστερους όσο και προς τους μεταγενέστερους, να κρατήσουμε την παρακαταθήκη που λάβαμε αλώβητη και να την παραδώσουμε ακέραιη.
Δεηθώμεν, λοιπόν, αδελφοί υπέρ της ειρήνης του κόσμου, υπέρ των αειμνήστων ιδρυτών, κτιτόρων του περιπύστου τούτου Ναού, ο οποίος θα διαινωνίζει στις επόμενες γενιές το φωτεινό τους παράδειγμα, ως μνημόσυνον αιώνιο της ευσεβείας και της φιλογενίας τους, καθώς και υπέρ πάντων των επισήμων και ασήμων, των γνωστών και αγνώστων, των φανερών και αφανών, όλων εκείνων, που έργω ή λόγω συνέβαλαν στην ανέγερση του και φιλοτίμως τον διηκόνησαν και τον ευεργέτησαν
Είναι η σημερινή ήμερα, ημέρα δοξολογίας του εν Τριάδι Θεού, εξ Ου παν δώρημα τέλειον. Είναι ημέρα καταθέσης στεφάνου ευγνωμοσύνης στην ατελείωτη σειρά των κτιτόρων, ευεργετών και συνδρομητών της Εκκλησίας ταύτης, από της χήρας που με τον οβολόν της μέχρι των αρχόντων που με το περίσσευμα τους εργάσθησαν για την ανέγερσή της. Είναι ημέρα αναγνωρίσεως της ευθύνης που έχουμε όλοι εμείς σαν άξια τέκνα τέτοιων προγόνων, έναντι του Έθνους και της Εκκλησίας, διότι καθώς λέγει και το αρχαίο ρητό «τό φυλάξαι τά αγαθά του κτησασθαι χαλεπώτερον».