Θεοφάνεια 2013
Δ Α Μ Α Σ Κ Η Ν Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΩΝ
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Ἀπό τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Εὐαγγελιστῶν, ἡ Ἐκκλησία θεώρησε τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή ὡς «σημεῖον» μέ διπλῆ σημασία. Τήν εἶδε ὡς φανέρωση τοῦ τρισηλίου καί τρισυποστάτου Θεοῦ, ὡς Ἐπιφανεία, φανέρωση δηλαδή, τοῦ τριφεγγοῦς καί τρισαρίθμου Κυρίου. Μέ ἄλλα λόγια ὡς ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ γνώση καί προσκύνηση τοῦ μυστηρίου τῆς Ὁποίας ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο σωτηρία, πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ, γιά τόν ὁποῖο κλήθηκε κάθε ἄνθρωπος ἐκ κοιλίας μητρός του. Συγχρόνως ὅμως τὴ θεώρησε καὶ ὡς ἔναρξη τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Κυρίου, ὡς ἀπαρχή «τῆς βασιλείας τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης», ὡς θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Βασιλέα τῶν ὅλων στὸ Ναό Του, στὸν κόσμο, δηλαδή, στὴν ἀνθρωπότητα, σέ κάθε ψυχή, γιά νά ἱερουργήσει τὸ μυστήριο τῆς μεταβολῆς τοῦ φθαρτοῦ καὶ θνητοῦ ἀνθρώπου σέ μέτοχο καὶ κοινωνό τῆς θείας φύσεως καὶ ζωῆς.
Δύο ὄψεις λοιπόν διέκρινε ἡ Ἐκκλησία στό γεγονός τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου: α. ὡς ἑορτασμό τῆς φανερώσεως τοῦ Ζῶντος καί Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος∙ καί β. ὡς ἑορτασμό τῆς ἀποκαλύψεως τῆς ὁρατῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, σύμμορφος πρός τὴν ὁποία καλεῖται νά γίνει ὁ ἄνθρωπος, προκειμένου νά ἐκπληρώσει τὸν προορισμό του, δηλαδή νά γνωρίσει, νά προσκυνήσει καὶ νά εἰκονίσει τὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό του. Καὶ τοῦτο ὄχι ὡς δύο διαφορετικές πραγματικότητες, ἀλλά ὡς ὄψεις τοῦ ἑνὸς καὶ αὐτοῦ μυστηρίου, τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ἀποσπάσει τὸν ἄνθρωπο ἀπό τὴν ἐξουσία τοῦ σκότους καὶ νά τὸν ὁδηγήσει στὸ φῶς τῆς τέλειας γνώσης, τῆς ὀρθῆς προσκυνήσεως καὶ τῆς θεομορφούσης ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου παρουσιάζει τὸν Κύριο στὴν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσης Του σάν ἕνα φωτεινό σημεῖο μέσα στὸν ἀπέραντο ὠκεανό τοῦ σκότους καὶ τῆς σκιᾶς τοῦ θανάτου πού καλύπτει τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο. Εἰδικότερα, τὸν περιγράφει σάν τὸν ἄμωμο ἀμνό τοῦ Θεοῦ, αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου καὶ καταστρέφοντα αὐτήν στά ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη. Στὴν περιγραφή αὐτή ἀνέκαθεν οἱ Πατέρες ἀναγνώρισαν τὴν εἰκόνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἄλλοτε μέν τὸ ὀνομάζουν «φωτισμό καὶ ἀνάσταση τοῦ πεσόντος Ἀδάμ», τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, πού ἀγνοεῖ τὸν ἀληθινό Θεό καὶ συνεπῶς ἀδυνατεῖ νά τὸν λατρεύσει καὶ νά τὸν δοξάσει ὀρθῶς, ἄλλοτε δέ τὸ χαρακτηρίζουν ὡς «ἐπιφανεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴ ζωή τοῦ καθενός μας», ὡς ἀνατολή τοῦ μυστικοῦ ἐκείνου ἀστέρος πού ὁδηγεῖ κάθε πιστό στὴν τέλεια γνώση καὶ στὴν πρόσωπο πρός πρόσωπο θέα τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρανό.
Τό Βάπτισμα εἶναι τό θεμέλιο τῆς ἀγάπης, τῆς Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Συνίσταται δέ ἡ καινούργια αὐτή ζωή, ἠ ζωή τοῦ φωτισμένου καὶ ἀναστημένου ἀνθρώπου, στὴ γνώση, στήν προσκύνηση καὶ στήν μίμηση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὀνομάζουμε τὸ Βάπτισμα μυστήριο τῆς θεογνωσίας, διότι δι’ αὐτοῦ λαμβάνουμε τὴ χάρη νά γνωρίσουμε καὶ νά λατρεύσουμε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ τὸν Ἀληθινό Θεό. Σέ προέκταση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ὀνομάζουμε τήν Εὐχαριστία μυστήριο τῆς ἀγάπης ἢ μυστήριο τῆς τελειότητας, διότι ἑνωμένοι μέσω αὐτῆς μὲ τὸ Θεό καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τελειοποιούμεθα, φθάνουμε δηλονότι στὸ τέλος τοῦ προορισμοῦ μας, δηλαδή στὴν ἑνὸτητα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ καὶ τὴν μεταβολή αὐτοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἄς ἑορτάσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τήν σημερινή ἑορτή, ὡς ἑορτή τῆς Ἐπιφανείας τοῦ τριφεγγοῦς καὶ τριλαμποῦς Ἡλίου, ἀναλογιζόμενοι τὸν ὑψηλό σκοπό στὸν ὁποῖο μας κάλεσε τὴν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μας ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σάν βαπτισμένοι χριστιανοί ἄς μετάσχουμε στὸ Μυστήριο τῆς ἀγάπης γιά νά φθάσουμε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν τελειότητα∙ στὴν πλήρη γνώση, στὴν ὀρθή δοξολογία, στὴν τέλεια ἀγάπη καὶ κοινωνία τοῦ ἑνός, ἀλλ’ ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν καί τρισίν προσώποις Ζῶντος, Ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Μετ’ ἐγκαρδίων εὐχῶν καί εὐλογιῶν ἐν Χριστῷ Ἐπιφανέντι
† Ο ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ