«Ωρίμασεν ο στάχυς και έκλινε χρυσίζων προς την γην»

alexios-mitropolitis-780x449

Του μακαριστού Μητροπολίτου πρώην Τρίκκης και Σταγών κυρού Αλεξίου εκδημήσαντος προς Κύριον την 7ην του μηνός Δεκεμβρίου ε.έ.,  ο Σεβ. Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός, σεπτή εντολή,  μετέβη εις Τρίκαλα, την επομένην, και προέστη της εξοδίου ακολουθίας στον Ιερό Προσκυνηματικό Ναό Αγίου Βησσαρίωνος, ως εκπρόσωπος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερωνύμου και της Ιεράς Συνόδου. Παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οι Σεβ. Μητροπολίτες Θεσσαλιώτιδος κ. Τιμόθεος, Σταγών και Μετεώρων κ. Θεόκλητος, ο επιχώριος Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος, ο Αντιπεριφερειάρχης κ.  Χρήστος Μιχαλάκης  και ο Δήμαρχος Τρικκαίων κ. Δημήτρης Παπαστεργίου.

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός σκιαγραφώντας την προσωπικότητα και το έργο του μεταστάντος, μεταξύ άλλων, είπε: «…Ο Μητροπολίτης Αλέξιος εκοιμήθη εν Κυρίω και εν τω προσώπω αυτού εξέλιπε μια αρχοντική και συγχρόνως διακριτική Αρχιερατική φυσιογνωμία, ένας επίλεκτος Ιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ένας δόκιμος θεράπων του ιερού θυσιαστηρίου και ἀλκιμος εργάτης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ένας εύστροφος και διαυγής νους. Και ήδη δικαίως θρηνούμεν επί τη απωλεία ταύτη, διότι έχομεν βαθείαν και οδυνηράν την πεποίθησιν ότι μία αξιόλογος εκκλησιαστική προσωπικότης κεκοίμηται εν ημίν, αξιόλογος εν σοφία, εν πίστει, εν αρετή, εν συνέσει. Και ο αντίλαλος του θρήνου ημών αντηχεί μακράν, πολύ μακράν, εις κύκλον ευρύτατον, πανταχού, εις το κλεινόν Άστυ, την Δράμαν, την Ξάνθην και όπου αλλού είναι γνωστόν το τετιμημένον όνομα του αποιχομένου Ιεράρχου. «Φωνή θρηνούντων ηκούσθη περί σε και φωνή οδυνομένων ανήγγειλε τον έπαινον σου»…

»Το ιδεώδες, λοιπόν, της εκκλησιαστικής αποστολής και διακονίας, παιδιόθεν συνεκίνησε και ήσκησε γοητείαν επί της ενθουσιώδους ψυχής του αειμνήστου Ιεράρχου. Και προς κατάκτησιν τούτου, υπόπτερος έρχεται εκ Πειραιώς, όπου πρώτον εχαιρέτισε το φέγγος του ηλίου την 10ην Οκτωβρίου 1932. Γόνος ευσεβών γονέων, του εκ Μεσσήνης Καλαμών Γεωργίου Μιχαλοπούλου και της εκ Κυθήρων καταγομένης Ευγενίας Ψαράκη. Εις Πειραιά συνοδεύων τον ευλαβή πατέρα του επισκέπτεται τακτικώς τους Ιερούς Ναούς της πόλεως και αποκτά την πρώτην εμπειρίαν της εκκλησιαστικής ζωής. Εισέρχεται με ενθουσιασμόν ιερόν και ευλάβειαν εις την Θεολογικήν Σχολήν Αθηνών, εις το σεμνείον τούτο της θείας επιστήμης, όπου υφαίνεται όλη η ελπίς και η προσδοκία του μέλλοντος της Εκκλησίας, διαφλεγόμενος από το ιδεώδες της ιερωσύνης.

»Υπό την πεπνυμένην καθοδήγησιν του πνευματικού του πατρός Αρχιμανδρίτου Αντωνίου Κλαουδάτου, εφημερίου τότε του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς και μετ’ ου πολύ Μητροπολίτου Ξάνθης κείρεται Μοναχός την 19ην Φεβρουαρίου 1954 εις την Ιεράν Μονήν Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης υπό του Καθηγουμένου αυτής Αρχιμ. Ιακώβου Μακρυγιάννη, του μετέπειτα Ελασσώνος, και χειροτονείται Διάκονος εις τον Ιερόν Ναόν Αγίου Κωνσταντίνου Πειραιώς υπό του Επισκόπου Μαραθώνος Δαμασκηνού Κοτζιά, του μετέπειτα Ναυπακτίας και Ευρυτανίας. Διακονεί εις διαφόρους Ναούς του Πειραιώς επί των αοιδίμων Αρχιεπισκόπων Σπυρίδωνος (1949-1956), Δωροθέου (1956-1957) και Θεοκλήτου του Β΄ (1957-1961) και ως στρατιωτικός ιερεύς, αποσπών δια το ήθος, την ευσέβειαν και την φιλοτιμίαν του την εκτίμησιν και την αγάπην της εκάστοτε προϊσταμένης του εκκλησιαστικής αρχής.

»Ζηλών όμως τα κρείττονα και τιμών  την εν Χριστώ μάθησιν ως αυξάνουσαν το φως της ανθρωπίνης γνώσεως, όν τρόπον η πίστις επιτείνει το φως της εν Χριστώ ζωής, συμπληροί τας θεολογικάς αυτού σπουδάς και καταρτισθείς καλώς περί την θύραθεν και έσω παιδείαν, ακολουθεί τον Γεροντά του εις Ξάνθην όπου το έτος 1961 χειροτονείται Πρεσβύτερος, προχειρισθείς αυθημερόν εις Αρχιμανδρίτην. Εκεί διακονεί ως ιεροκήρυξ, καθηγητής της Εκκλησιαστικής Σχολής Ξάνθης και Πρωτοσυγκελλεύων.

»Εις μίαν ταραχώδη δια τα εκκλησιαστικά πράγματα περίοδον (1965-1966) εκπροσωπεί εν Δράμα τον Τοποτηρητήν της χηρευούσης Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας Μητροπολίτην Ξάνθης κυρόν Αντώνιον και εν συνεχεία ορίζεται Πρωτοσυγκελλεύων και Τοποτηρητής Δράμας, ως  συνοδοιπόρος και Κυρηναίος του τότε αναλαβόντος τα ηνία της κατά Δράμαν Εκκλησίας Μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου (Κυράτσου). Συνεργάζεται αρμονικώς μετ’ αυτού επί μία ενδεκαετίαν (1965-1976) και μετ’ αφοσιώσεως διακονεί και εργάζεται αποσπών δια μια εισέτι φοράν την ευαρεσκείαν και την εμπιστοσύνην του Επισκόπου του. Με τίτλους την εργατικότητα, την τιμιότητα, την ανιδιοτέλειαν και την αφοσίωσιν και εις επιβράβευσιν όλων αυτών προτείνεται προς προαγωγήν υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου εις τον Αρχιεπίσκοπον Σεραφείμ, ο οποίος συγκατατιθέμενος εκλέγει αυτόν ως Βοηθόν του Επίσκοπον, δια την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών, υπό τον τίτλον της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Διαυλείας. Χειροτονείται εν Δράμα υπό του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ την 21ην Αυγούστου 1976 και έκτοτε διακονεί παρ’ αυτώ εν Αθήναις. Λίαν συντόμως ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ  εκτιμών τα χαρίσματα του νέου Επισκόπου του αναθέτει εις αυτόν και νέα υπεύθυνα καθήκοντα εις την διοίκησιν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Παραλλήλως η ευγένεια του νέου Αρχιερέως, η αγάπη και η καλωσύνη του κατακτούν τας καρδίας του ιερού κλήρου και του πιστού λαού. Ευπροσήγορος, κοινωνικός, εύχαρις τους τρόπους εν τη κατ’ ιδίαν αναστροφή πανταχού εφάνη άξιος των περιστάσεων και χρήσιμος εις τα πολλάς ανάγκας του ευσεβούς πληρώματος του άστεως.

»Διά μίαν εισέτι φοράν όμως επιλέγεται δια τά «δύσκολα». Ο κλήρος πίπτει εις τον σεμνόν και μετριοπαθή Αλέξιον. Την 1ην Οκτωβρίου 1981 εις διαδοχήν του παραιτηθέντος Μητροπολίτου Στεφάνου εκλέγεται Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών, εις μίαν ευαίσθητον Μητρόπολιν η οποία επί σειράν ετών εταλαιπωρήθη «κρίμασιν οις Κύριος οίδεν». Ο μακαριστός έρχεται εις την ενιαίαν τότε Μητρόπολιν Τρίκκης και Σταγών ως ειρηνοποιός. Με τον μειλίχιον χαρακτήρα του και την σύνεσιν του θεραπεύει σιγά – σιγά τα τραύματα και τας πληγάς του παρελθόντος και συστηματικά εργάζεται ουχί μόνον δια την ανέγερσιν ναών και δια την στελέχωσιν του ιερού κλήρου και των μονών της επαρχίας του αλλά προπάντων οικοδομεί και ευεργετεί τας ψυχάς των ευλαβών χριστιανών της περιοχής, τους οποίους αδιακρίτως περιβάλλει και θυσιαστικώς περιθάλπει με στοργήν και αγάπην, μέχρι της εν έτει 2015 οικειοθελούς παραιτήσεώς του από του θρόνου αυτής.

»Ζηλωτής και εραστής του ωραίου, του αρχοντικού, του παραδοσιακού, δεν εδίσταζε να επωμισθή επιμόχθους πρωτοβουλίας διά την εν Τρικάλοις ανέγερσιν Πνευματικού Κέντρου εις το οποίον φιλοξενείται αξιόλογος Βιβλιοθήκη και άξιον θαυμασμού Μουσείον, όπου κατέθεσε ό,τι φιλοπόνως, ως φιλόμουσος, πάντοτε συνέλεγε, όπως η μέλισσα εκ των ανθηφόρων δένδρων, ό,τι καλόν και πολύτιμον και ωραίον.

»Πεμπτουσία όμως και απόσταγμα αγνόν των τιμίων αυτού κόπων είναι η ανέγερσις του περικαλλούς Ιερού τούτου Προσκυνηματικού Ναού επ’ονόματι του Αγίου Βησσαρίωνος, όραμα και επιθυμία πολλών δεκαετιών, έκφρασις ευλαβείας προς τον προστάτην άγιον της ερατεινής πόλεως των Τρικκαίων.

»Πέραν όμως των ποιμαντικών καθηκόντων εν τη λαχούση αυτώ επαρχία, η βαθεία γνώσις της ιστορίας της Εκκλησίας και των μεγάλων ζητημάτων αυτής κατέστησαν αυτόν δεξιόν παραστάτην και σύμβουλον των κατά καιρούς Αρχιεπισκόπων αλλά και εύστοχον και γνήσιον  ερμηνευτήν του Ορθοδόξου φρόνηματος εις τα εκάστοτε επασχολήσαντα γενικώτερον την Εκκλησίαν θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα.

»Ο αείμνηστος Ιεράρχης, θερμουργός και εμπνευσμένος όπως ήτο, ενεβάθυνεν εις το νόημα της ιστορίας της Εκκλησίας και ενείδεν εν αυτή την ανωτέραν συνείδησιν της ανθρωπότητος. Εμελέτησεν με αγάπην την ιστορία, ήτις ενεπλούτισε, δια μέσου των αιώνων, τους μεγάλους μάρτυρας και εδωροφόρησε τους άτλαντας της Θεολογίας και εγέννησε τους κήρυκας του Ευαγγελίου. Ηρεύνα πάντοτε το παρόν υπό το φως του παρελθόντος, δια να αισθάνεται βαθύτερον τον ρυθμόν της συγχρόνου ζωής. Εν συναισθήσει βαθεία της υψηλής αυτού αποστολής και διακονίας, επέδειξεν εις τα ανακύψαντα κατά καιρούς εν τη Εκκλησία μεγάλα ζητήματα σύνεσιν ου την τυχούσαν και σταθερότητα γνώμης, την οποίαν, ως αγνόν εσωτερικόν ανάβλυσμα, υπηγόρευεν εις αυτόν η φωνή της συνειδήσεώς του.

»Ως τοιούτον εγνώρισε και ως τοιούτον εξετίμησε και η Σεπτή Ιεραρχία τον εκλιπόντα ευπαίδευτον και πεφωτισμένον Ιεράρχην,  τον πολύτιμον συνεργάτην του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τον συναντιλήπτορα εν τοις πειρασμοίς του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, τον επιστήθιον φίλον και βαθύφρονα σύμβουλον του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Β΄. Δια τούτο η Σεπτή Κορυφή, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος υπό βαθείας συνέχεται σήμερον οδύνης και βαρύ αισθάνεται το πένθος. Θλίβεται μεγάλως η σεβασμία Ιεραρχία και ο περιούσιος του Κυρίου λαός επί τω θανάτω του γεραρού Ιεράρχου. «Φωνή θρηνούντων περί σε και φωνή οδυρομένων ανήγγειλε τον έπαινόν σου».

»Σεπτέ και μακαριστέ Γέροντα,

»Καθ΄ ην στιγμήν αναλαμβάνεις την μακράν και αχερουσίαν αποδημίαν σου, ημείς πάντες, οι παρεστώτες εν θερμή προς τον Κύριον προσευχή και εν συγκινήσει δυσσυγκρατήτω, θρηνούμεν την στέρησίν σου διότι διήλθες παντού και πάντοτε ευεργετών και θεραπεύων. Η σεπτή σορός σου, από το βάθος της οποίας αντιλαλεί ο υπέροχος της αιώνιότητος τόνος, είναι εστεφανωμένη από τας γονίμους ημέρας της ζωής σου, τους μόχθους σου τους ιερούς, τους ενθουσιασμούς σου τους αγίους. Η μνήμη σου, προσφιλής και σεβάσμια, θα αποτελή δι’ ημάς τους νεωτέρους την εμπράγματον υπόμνησιν του ιερού σκοπού και του ιδεώδους υπό την σημαίαν του οποίου ετάχθημεν ως στρατιώται και διάκονοι Χριστού του Κυρίου. Και ενώ, μετ’ ολίγον, θα αναπαύεσαι εις την σιγήν του τάφου σου, η Εκκλησία, η οποία με στοργήν έχει αποταμιεύσει εν τη συνειδήσει αυτής το τετιμημένον όνομά σου, θα μετουσιώνη τον θρήνον ημών εις προσευχήν θερμήν προς τον Θεόν και εις μνημόσυνον αιώνιον».