Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α 2 0 1 8
Ἀριθμ. Πρωτ.: 1344/13-12-2018
Δ Α Μ Α Σ Κ Η Ν Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑI ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟN ΠΛΗΡΩΜΑ
ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Ἀδελφοί καί τέκνα προσφιλῆ ἐν Χριστῷ Τεχθέντι, «δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Ἀκολουθήσωμεν, λοιπόν, ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ!»
Ὁ διπλοῦς αὐτός στίχος ἀπό τόν Ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων δέν ἀποτελεῖ μόνον ἐρώτηση καί ἀπορία, οὔτε μόνο κατάφαση καί διδασκαλία. Ὡς κλήση καί ἀποστολή, δηλώνει συγχρόνως τό ζητούμενο καί τό δεδομένο, ὅπως συμβαίνει πάντοτε στίς κρίσιμες στιγμές πού ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σέ ἄμεση σχέση μέ τό Θεό, ὑποχρεούμενος νά λογοδοτήσει ὑπεύθυνα γιά ὅσα ἔλαβε καί γιά ὅσα ὀφείλει.
Ἑπομένως τό «ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» καί τό «ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ» - τά ὁποῖα ἐπ’ οὐδενί δικαιούμεθα νά ἐκλάβομε ὡς ρητορικά σχήματα – ἀποτελοῦν τίς σταθερές συνιστῶσες προσανατολισμοῦ γιά τόν Χριστιανό, μέσα στήν αἰωνίως ἀσταθῆ ἱστορία, καί δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ γεωγραφικούς ἤ τοπικούς προσδιορισμούς. Τό «ποῦ» καί τό «ἔνθα» ἐδῶ δέν δηλώνουν, δέν μποροῦν νά δηλώνουν, τόν «τόπο», ἀλλά τόν «τρόπο», γιά νά ἐνθυμούμεθα τήν προσφιλῆ γλῶσσα τῶν Πατέρων. Τό ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ, ἐξ Οἴκου Δαυΐδ καί ἐκ φυλῆς Ἰούδα, δέν εἶναι τό ἀποφασιστικώτερο στοιχεῖο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Τό ἄρρητο μυστήριο, τό «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον» (Ρωμ. 14,24), συνίσταται στό «πῶς» καί στό «διατί» τῆς κατά σάρκα Οἰκονομίας τοῦ Κυρίου, πού ἀφορᾶ σέ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, ἐπειδή ὁ Θεός «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2,4).
Μέ τό ἁπλό καί συγχρόνως ἱλαρό προσκλητήριο τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου «δεῦτε ἴδωμεν», καλούμεθα ξανά σήμερα νά συνειδητοποιήσουμε γιατί ἐγεννήθη ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου. Καί ἀφοῦ ἀναλογισθοῦμε τήν «εὐεργεσία», νά ἀκολουθήσομε ἐν συνεχείᾳ «ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ». Ἔτσι μόνο ἀποκτοῦν νόημα, δηλαδή καθίστανται εἰλικρινῆ καί δεσμευτικά γιά τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί γιά ὁλόκληρη τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη ὅσα χαρακτηριστικῶς δηλώνουμε κατά τό «εἰς Χριστόν» βάπτισμά μας. «Ὁμολογοῦμεν τήν Χάριν, κηρύττομεν τόν ἔλεον, οὐ κρύπτομεν τήν εὐεργεσίαν».
Τό ὅ,τι στό ἕνα καί ἀδιαίρετο Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ Θεός «ἐφανερώθη ἐν σαρκί», ὄχι κατά «δόκησιν», ἀλλά γενόμενος «κατά πάντα ὅμοιος ἡμῖν, χωρίς ἁμαρτίας», παραμένοντας συγχρόνως καί ἀδιαλείπτως τέλειος καί ἀναλλοίωτος Θεός, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού ἐγγυᾶται τήν «κατά χάριν θέωσιν» τοῦ ἀνθρώπου. Καί «θέωσις», βεβαίως, δέν σημαίνει τίποτε τό βλάσφημο καί σκανδαλῶδες. Σημαίνει τήν κατά τό θέλημα τοῦ Φιλάνθρωπου Θεοῦ ἀδιαίρετη καί ἀσύγχυτη συνύπαρξη Θείου καί ἀνθρωπίνου, ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος, καί πέραν αὐτῆς, στήν αἰωνιότητα τῆς θείας ἀγάπης.
Γιά νά μήν ἀκούγονται ὅμως ὅλα αὐτά στούς ὀλιγόπιστους ὡς «εὐσεβεῖς πόθοι» ἤ ὡς «ρομαντικά εὐχολόγια», ἐπιτρέψατέ μου νά ἐξηγήσω στήν ἀγάπη σας πιό συγκεκριμένα τί ἀκριβῶς σημαίνει τό ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἕνωσε, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, «ἀσυγχύτως» καί «ἀδιαιρέτως» Θεό καί ἄνθρωπο.
Τό «ἀσυγχύτως» σημαίνει ὅτι ὁποιαδήποτε ἀνύψωση καί τελείωση τοῦ ἀνθρώπου δέν γίνεται ποτέ αὐτοδύναμα ἤ αὐτόνομα, ἄλλα ἀπό τό ἔλεος καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, πού δημιούργησε τόν ἄνθρωπο δεκτικό τελειώσεως. Ἄν ἐνθυμεῖται αὐτή τή θεμελιώδη ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἀδύνατο νά ὁδηγηθεῖ στήν ὕβρη τῆς ἔπαρσης καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ, πού μοιραῖα ἐξελίσσεται σέ «εἰδωλοποίηση» καί «δαιμονοποίηση» τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὡς κτιστή καί πεπερασμένη, θά ἔχει πάντα ἀνάγκη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μιᾶς ἀγάπης ἀκτίστου καί ἀπείρου, πού γι’ αὐτό δίδεται πάντα ὡς χάρισμα καί λέγεται «χάρις». Ἄν τό ξεχάσει αὐτό ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καί πρός στιγμήν, συγχέει τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο, κηρύττοντας ἔτσι ἐμπράκτως τήν φοβερώτερη αἵρεση καί προκαλῶντας τό ἐγκληματικώτερο σχίσμα.
Ἀλλά καί τό «ἀδιαιρέτως» εἶναι ἐξ ἴσου βαρυσήμαντο ἐπίρρημα. Δηλώνει τήν βαθειά βεβαιότητα ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν χωρίζεται πιά ἀπό τό θεότευκτο καί θεόμορφο δημιούργημά Του πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μέ σταθερό προσανατολισμό τόν Θεάνθρωπο. Ἡ θεανδρική μορφή τοῦ Χριστοῦ ὑψώθηκε «ἐφ’ ἅπαξ» στήν Ἱστορία ὡς «ζυγός δικαιοσύνης». Καί ὑψώθηκε, ὄχι ἁπλῶς γιά νά «ἀποκαταστήσει» τήν κλονισθεῖσα ἰσορροπία ἀπό τήν ἀνθρώπινη «παρακοή», ἀλλά καί γιά νά «ἀναπλάσει» σέ νέα βάση (στὀ αἷμα τῆς Καινῆς Διαθήκης) τήν «σπιλωμένη» εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Τό θεανδρικό λοιπόν μυστήριο πού συντηρεῖ καί διαιωνίζει, ὡς σῶμα Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία στήν Ἱστορία τοῦ κόσμου, εἶναι τό φωτεινότερο ὅραμα καί τό ἱερώτερο ἄθλημα γιά ὅσους δέν τό ἀρνήθηκαν.
Καί εἶναι μέν ἀλήθεια ὅτι στήν Ὀρθόδοξη λατρεία τά δύο αὐτά δόγματα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῆς Ὑποστατικῆς Ἑνώσεως τοῦ Ἐνανθρωπίσαντος Κυρίου δεσπόζουν, ὡς ἀκρογωνιαῖοι λίθοι, μέ τό «τρικέρι» ἀφ’ ἑνός, καί τό «δικέρι» ἀφ’ ἑτέρου, στά χέρια τοῦ ἱερουργοῦντος Ἀρχιερέως. Τό μέν πρῶτο συμβολίζει τήν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ καί τό δεύτερο τίς δύο φύσεις τοῦ Σαρκωμένου Λόγου.
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ πρακτική, δηλαδή, ἡ ἠθική διάσταση, ὅλων αὐτῶν στήν καθημερινή μας δράση καί ζωή; Τόσο τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τό μυστήριο τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, κηρύττουν δύο πύρινες ἀλήθειες γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή καί κοινωνία:
Πρῶτον, ὅτι ἡ θεία ζωή, ὡς ἀδιάσπαστη συνέχεια καί αἰωνιότητα, σημαίνει ἀδιαίρετη ἑνότητα, εἰρήνη, κοινωνία καί μακαριότητα τῶν προσώπων, κι ὅλα αὐτά τρέφονται καί συντηροῦνται μόνο ἀπό ἀμοιβαία, ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Καί δεύτερον, ὅτι ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη προϋποθέτει ἀμοιβαῖο σεβασμό ἀνάμεσα στά πρόσωπα.
Ἡ ταυτότητα, λοιπόν, τῆς οὐσίας, καί ἡ ἑτερότητα τοῦ προσώπου, ἰδού τά δύο ἀπό Θεοῦ κηρυττόμενα ἀγαθά μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Πῶς βιώνουμε ὅμως ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί τήν «κοινωνία τῶν προσώπων»; Ἄραγε σεβαστήκαμε καί τιμήσαμε τήν ἀνεπανάληπτη ἑτερότητα κάθε προσώπου;
Δυστυχῶς στίς μέρες μας ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό ἀνεπανάληπτο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὑποβιβάσθηκε καί εὐτελίσθηκε σέ ἄτομο, σέ ἄψυχο νούμερο. Πρόοδος καί ἀνάπτυξη θεωρήθηκε μόνο ἡ οἰκονομική εὐμάρεια καί ἡ ὑλική δύναμη, λές κι ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι μόνο σάρκα. Τό δικαίωμα ὅλων γιά «μετοχή» καί «κοινωνία» σ’ ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, ἀντικαταστάθηκε μέ τό «ποιός μπορεῖ ν’ ἁρπάξει καί νά καταναλώσει τά περισσότερα».
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
Ἡ Ἐκκλησία μας, ὅμως, πού γνώρισε καί ἔζησε τό μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ἔχει μέσα στήν Γραφή, στήν λατρεία καί στήν ὑμνολογία της «βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ἀνάμεσά μας εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Ὄχι ἁπλῶς ἕνας ἄγγελος ἤ ἀρχάγγελος, ἀλλά ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος εἶναι ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ὅταν ὁ Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας, γιά τίποτε δέν πρέπει νά φοβούμεθα «ἀλλ’ ὑπέρ ἁπάντων θαρρεῖν». Ὅλα ἔγιναν καινούργια, τά νεῦρα τῆς ἁμαρτίας κόπηκαν, ἡ τυραννία τοῦ διαβόλου καταργήθηκε, ὁ ἄβατος Παράδεισος φιλοξενεῖ ληστές καί πόρνες ἐν μετανοίᾳ, ἡ φύση ἡ ἀνθρώπινη ἐγκαθίσταται σέ θρόνο βασιλικό. Ὅλα αὐτά ὀφείλονται στήν παρουσία τοῦ Ἐμμανουήλ «ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».
Ἡ Βηθλεέμ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, πού καθημερινῶς ἀναγγέλλει τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου, ὅτι δηλαδή γεννήθηκε ὁ Κύριος χωρίς νά ἐπαισχυνθεῖ τά ἀνθρώπινα καί γιά νά καθαρίσει τήν ἀνθρώπινη φύση. Μέσα στήν Ἐκκλησία διά τῶν μυστηρίων θά γνωρίσουμε τά βρεφοπρεπῆ σκιρτήματα τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας.
Ἡ ἄκρα αὐτή ταπείνωση τοῦ Κυρίου θά πρέπει νά εἶναι πρό ὀφθαλμῶν ὅλων μας, γιά νά ταπεινώσει πρωτίστως τόν ἐγωϊσμό μας. Μόνο ἔτσι θά βιώσουμε ἐμπειρικά τό μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἐνεδύθη τήν ταπείνωση, γιά νά συνομιλήσει μέ τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Καί ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἔλθει σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό χρειάζεται νά ντυθεῖ καί ἐκεῖνος τήν ἴδια ἀρετή. Αὐτήν, λοιπόν, τήν στολή τῆς ταπεινώσεως ἄς ἐνδυθοῦμε καί ἐμεῖς, γιά νά ἑορτάσουμε «ὀρθόδοξα» τήν μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων.
Τέλος, ἄς προσευχηθοῦμε ἐν μετανοίᾳ, καί ἄς ἐργασθοῦμε μέ ταπείνωση γιά ἕνα δικαιότερο, ἐντιμότερο καί φιλανθρωπότερο κόσμο. Ἡ τρίτη χριστιανική χιλιετία δέν πρέπει νά ἐπαναλάβει τά ἐγκλήματα τῆς δεύτερης. Ἡ εἰρήνη καί ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά βασιλεύσουν σέ ὅλο τόν κόσμο.
Εἰς τόν ὑπέρ ἡμῶν ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καί δοξασθέντα Θεό τῆς ἀγάπης, πᾶσα τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Μεθ’ ἑορτίων εὐχῶν καί εὐλογιῶν ἐν Χριστῷ Τεχθέντι.
|
† Ο ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ Δ Α Μ Α Σ Κ Η Ν Ο Σ
|